- ἐθελόπονος
- ἐθελό-πονος, ον,A willing to work, X.Cyr.2.1.22, Ael.NA4.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εθελόπονος — ἐθελόπονος, ον (Α) 1. φιλόπονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐθελόπονον η ιδιότητα τού εθελόπονου … Dictionary of Greek
ἐθελόπονον — ἐθελόπονος willing to work masc/fem acc sg ἐθελόπονος willing to work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοπόνων — ἐθελόπονος willing to work masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
ՎԱՍՏԱԿԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0785 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա. φιλόπονος, ἑθελοπόνος laboris amans, studiosus, lubenti laborans animo. Աշխատասէր. երկասիրօղ. անխոնջ. *Ղուկաս վաստակասէր եւ ուսումնասէր էր. Ոսկ. ՟բ. տիմ.: *Ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)